τσιγγουνεύομαι

τσιγγουνεύομαι
και τσιγκουνεύομαι Ν [τσιγγούνης / τσιγκούνης]
είμαι τσιγγούνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλισχρεύομαι — (AM) [γλίσχρος] είμαι γλίσχρος, φειδωλός, τσιγγουνεύομαι …   Dictionary of Greek

  • κιμβικεύομαι — (Μ) [κίμβιξ] είμαι φειδωλός, τσιγγουνεύομαι …   Dictionary of Greek

  • φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”